- γεώδης
- -ες (AM γεώδης, -ες) [γέα, γη]1. αυτός που έχει τη σύσταση ή το χρώμα τού εδάφους, χωμάτινος2. ο χωματώδης, εκείνος που έχει πολύ χώμααρχ.-μσν.ο γήινος, ο σχετικός με τη σάρκα και τα εγκόσμια, σε αντίθεση με τον ουράνιο, τον πνευματικό («γεώδη φρονήματα καταλέλοιπας, πολιτείαν οὐράνιον, μάρτυς, εὑράμενος»)νεοελλ.το ουδ. ως ουσ. γεώδες, τομάζες ορυκτών, με στρογγυλό ή κυλινδρικό ή δισκοειδές ή ακανόνιστο σχήμα και μέγεθος πατάτας μέχρι και κεφαλής ανθρώπου, οι οποίες γεμίζουν κοιλότητες διαφόρων πετρωμάτωναρχ.αυτός που μοιάζει στη σύσταση με χώμα και τρίβεται ή κονιορτοποιείται εύκολα.
Dictionary of Greek. 2013.